λιθαργύρου

λιθαργύρου
λιθάργυρος
litharge
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιθαργυροφανής — λιθαργυροφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη λιθαργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθάργυρος + φανής (< θ φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] …   Dictionary of Greek

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • σκαλαυθρίτις — ίτιδος, ἡ, Α πιθ. είδος λιθαργύρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”